- φαρμακοθεραπευτική
- η, Νιατρ. η μελέτη και η εφαρμογή τής θεραπείας τών νόσων με φάρμακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharmacotherapeutics (< φάρμακο + θεραπευτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1878, στον Γ. Χρ. Βάφα].
Dictionary of Greek. 2013.